- τεταρτοποίηση
- η, Ν(μεταλλ.) μέθοδος παρασκευής κράματος χρυσού - αργύρου κατά την οποία επιδιώκεται τέτοια περιεκτικότητα σε χρυσό ώστε αυτός να αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο περίπου τού ολικού βάρους τού κράματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτος + ποιώ].
Dictionary of Greek. 2013.